φαινολις

φαινολις
    φαινολίς
    -ίδος, эол. φαίνολις -ιδος adj. f сияющая, лучезарная
    

(ἠώς HH.; αὔως Sappho)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φαινολις" в других словарях:

  • φαινολίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαινόλις — και αιολ. τ. φαίνολις, ἡ, Α αυτή που φέρνει φως, φωσφόρος («ἀλλ ὅτε δὴ δεκάτη οἱ ἐπήλυθε φαινόλις ἠώς», Ύμν. Δήμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + επίθημα όλις, θηλ. τού όλης (πρβλ. μαιν όλις)] …   Dictionary of Greek

  • φαινόλις — φαινόλῑς , φαινόλις light bringing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) φαινόλις light bringing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • фелонь — ж. круглое одеяние священников, без рукавов, с вырезом наверху для головы . Ф. символизирует хламиду спасителя, которую на него в насмешку возложили воины, и толкуется как одежда истины. Др. русск. фелонь (монастырский устав 1200 г., Новгор.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • PAENULA — a Graeco φαινόλις sive Dorice φαινόλα, Isaaco Casaubono ad Sparttan. in Hadrian. c. 3. sic dicta videtur, quod vestis esset adstricta, et quae partium corporis, quas tegebat, figuram exprimeret, quasi ὅλον τὸ σῶμα φαίνουσα. Quae sententia… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PENULA seu PAENULA — itinerarium fuit apud Romanos vestimentum aut pluviale, ael. Lamprid. in Alexandro Severo c. 27. ita enim habet Cod. Palatinus, cum alias aut plisviae legatur: et quidem ut plurimum scorteum. Unde Martial. l. 14. Epigramm. 130. cuius lemma… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • φαινόλης — και δωρ. τ. φαινόλας και φαινούλης και φενόλης, ὁ, Α χοντρό πανωφόρι που φορούσαν πάνω από τον χιτώνα σε καιρό βροχής και, γενικά, κακοκαιρίας, αλλ. φαινόλη* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το ρ. φαίνω με το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • φαινόληι — φαινόλῃ , φαινόλη paenula fem dat sg (attic epic ionic) φαινόλῃ , φαινόλης paenula masc dat sg (attic epic ionic) φαινόλις light bringing fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαινόλης — φαινόλη paenula fem gen sg (attic epic ionic) φαινόλης paenula masc nom sg φαινόλις light bringing fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαινόλῃ — φαινόλη paenula fem dat sg (attic epic ionic) φαινόλης paenula masc dat sg (attic epic ionic) φαινόληι , φαινόλις light bringing fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»